- προδείελος
- προ-δείελος, vor Abend geschehend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προδείελος — before evening masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδείελος — ον, Α αυτός που συμβαίνει ή γίνεται πριν από την εσπέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δείελος «εσπερινός, δειλινός»] … Dictionary of Greek
σήραγγα — Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των… … Dictionary of Greek